κακόμητις

κακόμητις
κακόμητις, -ήτιος, ὁ (Α)
1. κακομηδής*, κακομήτης*, απατηλός, δόλιος
2. αστρολ. στον πληθ. οι κακομήτιες
οι κακοποιοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -μητις (< μῆτις), πρβλ. αισχρό-μητις, μεγαλό-μητις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН ГЕОМЕТР — [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Γεωμέτρης] (ок. 930/40 ок. 1000), визант. поэт, эпиграмматист. Также именуется Иоанном Кириотом по названию к польского монастыря Пресв. Богородицы, построенного префектом Киром (Θεοτόκος τῶν Κύρου), где И. Г. находился после… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”